- κολλυβογράμματα
- ταστοιχειώδης γνώση ανάγνωσης και γραφής: Έμαθε κι αυτός λίγα κολλυβογράμματα και μας κάνει το μορφωμένο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κολλυβογράμματα — τα 1. στοιχειώδεις γνώσεις ανάγνωσης και γραφής 2. μικρά και δυσανάγνωστα γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + γράμματα, με παρετυμολογική επίδραση τής λ. κόλλυβα] … Dictionary of Greek
κουτσογράμματα — τα ανεπαρκείς γνώσεις, κολλυβογράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + γράμματα] … Dictionary of Greek